- ρήον
- το ревень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥῆον — rhubarb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῆα — ῥῆον rhubarb neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήου — ῥῆον rhubarb neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ревень — м., род. п. я, впервые в 1489 г. (Унбегаун 114); также у Котошихина (164), укр. ревень – то же. Из тур. rävänd – то же, которое возводится к перс. rāvend – то же; см. Мi. ТЕl. 2, 146; ЕW 277; Корш, AfslPh 9, 664; Локоч 136. Древß нее название… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Rhubarb — For other uses, see Rhubarb (disambiguation). Rhubarb Scientific classification Kingdom: Plantae … Wikipedia
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek
ρήο — το / ῥῆον, ΝΜΑ, και ῥᾱ και ῥία και ῥέον Α βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες της τάξης πολυγονώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το όνομα τού παραπόταμου τού… … Dictionary of Greek
καθαρτικά — Φάρμακα που διευκολύνουν την κένωση του περιεχομένου του εντέρου. Aποκαλούνται ήπια κ. ή υπακτικά, όταν η δράση τους είναι ήπια, και δραστικά, όταν η δράση τους είναι έντονη. Ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους, διακρίνονται σε δύο ομάδες:… … Dictionary of Greek